Ντεσάου, Πάουλ

Ντεσάου, Πάουλ
(Paul Dessau, Αμβούργο 1894 – 1979). Γερμανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Με την επικράτηση του ναζισμού κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε έως το 1948. Όταν επέστρεψε στο Βερολίνο τιμήθηκε με το εθνικό Βραβείο της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η μουσική δωματίου που σύνθεσε, η οποία, στην πρώτη της περίοδο χαρακτηρίζεται από επιδράσεις των τελευταίων χρόνων του ρομαντισμού και προπάντων του Βάγκνερ, απηχεί (στα χρόνια που ακολούθησαν) πιο σύγχρονες εμπειρίες. Το Κοντσερτίνο για βιολί, φλάουτο, κλαρινέτο και κόρνο και η Συμφωνία σε ντο είναι από τα καλύτερα έργα του. Αξιόλογα είναι επίσης τα Lieder του, αφιερωμένα στον πόλεμο της Ισπανίας και η θεατρική μουσική του για ορισμένα έργα του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Το μόνο μελόδραμα που συνέθεσε βασίζεται στην Καταδίκη του Λούκουλλου, επίσης του Μπρεχτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… …   Dictionary of Greek

  • Φάινινγκερ, Λάιονελ — (Feininger, Νέα Υόρκη 1871 – 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Ανήκε σε οικογένεια μουσικών γερμανικής καταγωγής και το 1887 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Η ζωγραφική δραστηριότητά του, που άρχισε το 1907, διαμορφώθηκε μεταξύ του 1909 και του 1913 στο… …   Dictionary of Greek

  • λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Καντίνσκι, Βασίλι — (Μόσχα 1866 – Νεϊγί σιρ Σεν 1944). Ρώσος ζωγράφος. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός αφηρημένης τέχνης στην Ευρώπη. Έφυγε από την πατρίδα του το 1896, εγκαταλείποντας τις σπουδές νομικής και πολιτικής οικονομίας, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”